Σύμφωνα με τους ψυχολόγους, η όλη διαδικασία του μασήματος ξεκινά κατά την εμβρυακή ηλικία – από τον θηλασμό. Όταν μεγαλώνουν έχουν τα μολύβια και τις γόμες για μέσα στην τάξη. Το παιδί όμως σύντομα ανακαλύπτει μία εναλλακτική λύση που έχει καλύτερη γεύση και ταυτόχρονα δίνει την ίδια ευχαρίστηση. Είναι η τσίκλα. Τα πρώτα στοιχεία που έχουμε, χρονολογούν τη συνήθεια του μασήματος στους πρώτους πολιτισμούς του Ανατολικού και του Δυτικού Ημισφαιρίου.
Στην Ελλάδα και στη Μέσα Ανατολή, οι άνθρωποι μασούσαν μαστίχα για αρκετούς αιώνες. Μαστίχα λεγόταν το ρετσίνι που προέρχονταν από τον φλοιό του μαστιχόδεντρου, το οποίο ευδοκιμεί κυρίως στην Ελλάδα και την Τουρκία. Οι γυναίκες της Αρχαίας Ελλάδας μασούσαν τσίκλα, ή τη «μαστίχα» για να γλυκάνουν την αναπνοή τους και να καθαρίσουν τα δόντια τους. Ο Διοσκουρίδης, ένας Έλληνας που ασχολείτο με την Ιατρική, πρωτοπόρησε, χρησιμοποιώντας πασπαλισμένη μαστίχα, σαν φάρμακο περίπου το 50 μ.Χ. Από τότε, χρησιμοποιείτο για αυτό τον σκοπό στη Χίο.
Στην Κεντρική Αμερική, οι αρχαίοι Μάγιας, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες, μασούσαν το ρετσίνι από ένα δέντρο. Αυτό το ρετσίνι ονομαζόταν «τσίκλα» και αποτελεί τη βάση της ιστορίας για την μοντέρνα τσίκλα.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1850, συναντήθηκαν δύο άντρες, ένας Μεξικάνος και ένας Νεοϋορκέζος. Ο ένας από τους δύο ήταν ο στρατηγός Antonio Lopez de Santa Anna, πολλάκις πρόεδρος του Μεξικού. Ο άλλος ήταν ένας νέος φωτογράφος, ο Thomas Adams.
Κατά τη δεκαετία του 1860, όταν ο Adams αποφάσισε να αφήσει τη φωτογραφία και να το γυρίσει στο εμπόριο διάφορων ειδών που του απέφερε κάποια χρήματα, έτυχε να εξοριστεί ο Santa Anna από το Μεξικό και έτσι οι δύο τους συναντήθηκαν στο Νησί Staten. Μία μέρα ο Santa Anna ανέφερε μία ιδέα για ένα προϊόν η οποία, όπως ο ίδιος πίστευε, θα έκανε πλούσιο τον Adams. Η ιδέα λεγόταν τσίκλα, η ίδια μαστιχωτή ουσία, που οι δικοί του ντόπιοι Μεξικάνοι έβγαζαν από ένα ψηλό δέντρο και το μασουλούσαν για χιλιάδες χρόνια.
Ο Santa Anna πίστευε ότι η εφευρετική φύση του Adams θα ήταν σε θέση να αναμίξει την τσίκλα με το καουτσούκ και να δημιουργήσει ένα αρκετά φθηνό προϊόν για τα λάστιχα των αμαξών. Οι φίλοι λοιπόν του Santa Anna από το Μέξικο, έστειλαν στον Adams έναν τόνο από το υλικό τσίκλα, και ο Adams με τη βοήθεια του μεγαλύτερου γιου του, του Tomas Jr., ξεκίνησε τα πειράματά του.
Τι επακολούθησε περιγράφεται στα λόγια του γιού του Tomas Jr., του Horatio, στα πλαίσια μίας δεξίωσης που δόθηκε για τους διευθυντές της εταιρίας American Chicle, το 1944:
«Μετά από δουλειά ενός περίπου χρόνου αναμιγνύοντας (την τσίκλα) με το καουτσούκ, τα πειράματα κατέληξαν σε αποτυχία. Η τσίκλα βρισκόταν σε μία αποθήκη στο δρόμο Front στην πόλη της Νέας Υόρκης. Ο Adams είχε σχεδόν αποφασίσει να πετάξει όλο το υλικό που είχε περισσέψει στον ποταμό East αφού δεν είχε καμμία αξία για κάποιον εκείνον τον καιρό.
Αλλά λίγο πρίν συμβεί αυτό, ο Thomas Adams πήγε σε ένα φαρμακείο στη γωνία των δρόμων Chambers και Broadway για να ψωνίσει κάποια πράγματα. Ενώ ήταν εκεί, ένα μικρό κοριτσάκι μπήκε στο κατάστημα και ζήτησε μία τσίκλα που να κοστίζει μία δεκάρα. Ήταν γνωστό στον Adams ότι το υλικό τσίκλα χρησιμοποιούνταν σαν μαστίχα από τους ιθαγενείς του Μεξικού. Ο ίδιος και ο γιός του μασούσαν τσίκλα ενώ πειραματίζονταν με την ανάμιξή της με το καουτσούκ. Του πέρασε η ιδέα λοιπόν ότι θα μπορούσαν πιθανόν να φτιάξουν μαστίχα από το υλικό της τσίκλας και έτσι να μην πετάξει όλο το υλικό που είχε στην αποθήκη.
Όταν το παιδί έφυγε, ο Αdams ρώτησε τον ταμία του καταστήματος τι είδους μαστίχα αγόρασε το μικρό κορίτσι. Αυτός του απάντησε ότι ήταν φτιαγμένη από κερί παραφίνης και ονομαζόταν White Mountain (Άσπρο Βουνό).
Όταν ο Adams έφτασε στο σπίτι του εκείνη τη νύχτα, μίλησε στο γιο του, τον Tom Jr, για την ιδέα του. Ο Junior ενθουσιάστηκε και του πρότεινε να ετοιμάσουν μερικά κουτιά μαστίχες χρησιμοποιώντας το υλικό τσίκλα, να τους δώσουν όνομα και να τους βάλουν και μία ετικέτα. Εν συνεχεία, προσφέρθηκε να τα πάρει μαζί του σε ένα από τα ταξίδια που θα έκανε (ήταν πωλητής σε υφάσματα και ταξίδευε ως τον Μισσισσιπή). Το όνομα της μαστίχας που δημιούργησαν αποφάσισαν από κοινού να είναι Adams New York No. 1. Το προϊόν ήταν φτιαγμένο από καθαρή τσίκλα χωρίς καμία γευστική ουσία. Είχε σχήμα σα μικρό καλαμάκι (stick) και ήταν τυλιγμένο με διάφορα χρωματιστά λεπτά χαρτιά. Η λιανική τιμή του κουτιού ήταν περίπου ένα δολλάριο. Απ’ έξω το χαρτί είχε έγχρωμη τη φωτογραφία του Δημαρχείου της Νέας Υόρκης.
Ο Adams ξεκίνησε λοιπόν για το καθιερωμένο του ταξίδι στη Δύση με περίπου 25 κουτιά μαστίχες. Δεν κατάφερε όμως να πουλήσει ούτε ένα κουτί στα φαρμακεία, τα οποία τα επισκεπτόταν μετά το πέρας της κανονικής του δουλειά στα υφασματοπωλεία. Κατά την επιστροφή του στο σπίτι έπρεπε φυσικά να αναφέρει ότι οι προσπάθειές του ήταν αποτυχημένες, αλλά δεν το έβαλε κάτω και ήταν αποφασισμένος να ξαναπροσπαθήσει στο επόμενο ταξίδι του. Μάλιστα είχε πει ότι αν δεν μπορούσε να πουλήσει κανένα κουτί, δεν θα τα γύριζε πίσω, παρά θα τα έδινε δωρεάν στους φαρμακοποιούς αν του υπόσχονταν ότι θα τα έβαζαν δίπλα στα ταμεία τους. Αυτή τη φορά το ταξίδι του στέφθηκε με επιτυχία αφού άφησε σε παρακαταθήκη όλα τα κουτιά τσίκλες που είχε πάρει μαζί του. Πριν ακόμα επιστρέψει στη Νέα Υόρκη, οι παραγγελίες που ερχόντουσαν για τσίκλες στον πατέρα του στη Νέα Υόρκη έφταναν συνολικά τα 300 κουτιά.
Το γεγονός αυτό ήταν πολύ ενθαρρυντικό και για τους δύο και ο Adams Jr. αποφάσισε να αφήσει τη δουλειά του και να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη δημιουργία μίας επιχείρησης που αποκλειστικό αντικείμενο θα είχε τις τσίκλες. Ο εργοδότης του τον συμβούλεψε να μην κάνει κάτι τέτοιο αλλά του είπε ότι αν ήταν αυτό που ήθελε, θα έπρεπε να το προσπαθήσει. Επίσης του ξεκαθάρισε ότι αν αποτύγχανε, πράγμα για το οποίο ο ίδιος ήταν βέβαιος, θα μπορούσε να γυρίσει και να ξαναδουλέψει στην παλιά του δουλειά.
Βέβαια, κάθε άλλο παρά απέτυχε. Η επιχείρησή του μεγάλωσε εξαιρετικά γρήγορα. Νοίκιασε ένα μικρό κτίριο στο Jersey και προσέλαβε εικοσιπέντε με τριάντα κοπέλες για να τυλίγουν με το χέρι τις τσίκλες. Αργότερα έβγαλαν και άλλες μάρκες όπως την Adams New York No. 2. Αυτές ήταν σε μεγαλύτερο πακέτο. Υπήρχαν επίσης οι Adams Sapota και άλλες 2 με 3 μάρκες».
Οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι συνέβαλαν πολύ στην αύξηση της κατανάλωσης της τσίκλας, ιδιαιτέρως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Η χαλαρωτική επίδραση που είχε η τσίκλα στους ανθρώπους που είχαν άγχος, ήταν τεκμηριωμένη σε έναν μακρύ κατάλογο από επιστημονικές μελέτες που έγιναν τη δεκαετία του 1930 από τον H.L. Hollingworth του Columbia («η ψυχω-δυναμική του μασήματος»).
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έδειξε ξεκάθαρα πόσο δίκιο είχε ο καθηγητής Hollingworth. Η κατανάλωση της τσίκλας μεταξύ των στρατιωτών ήταν έξι φορές μεγαλύτερη από ότι αυτή των πολιτών κατά την περίοδο ακριβώς πριν από τον πόλεμο. Όλοι έχουν ακούσει αφηγήσεις για το ότι τα τζιπς, τα άρματα μάχης, τα φορτηγά, τα αεροπλάνα ακόμα και τα υποβρύχια ήταν γεμάτα με τσίκλες – ειδικά τις περιόδους πριν από κρίσιμες μάχες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Αμερικάνοι στρατιώτες διέδωσαν την τσίκλα ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα σημεία του κόσμου.
Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η κατά κεφαλήν κατανάλωση της τσίκλας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής υπερδιπλασιάστηκε και τώρα ξεπερνά το ποσό των 195 εκατομμυρίων λιβρών το χρόνο – 175 κομμάτια για κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί. Η χρήση της έχει εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο.
Στην Ελλάδα και στη Μέσα Ανατολή, οι άνθρωποι μασούσαν μαστίχα για αρκετούς αιώνες. Μαστίχα λεγόταν το ρετσίνι που προέρχονταν από τον φλοιό του μαστιχόδεντρου, το οποίο ευδοκιμεί κυρίως στην Ελλάδα και την Τουρκία. Οι γυναίκες της Αρχαίας Ελλάδας μασούσαν τσίκλα, ή τη «μαστίχα» για να γλυκάνουν την αναπνοή τους και να καθαρίσουν τα δόντια τους. Ο Διοσκουρίδης, ένας Έλληνας που ασχολείτο με την Ιατρική, πρωτοπόρησε, χρησιμοποιώντας πασπαλισμένη μαστίχα, σαν φάρμακο περίπου το 50 μ.Χ. Από τότε, χρησιμοποιείτο για αυτό τον σκοπό στη Χίο.
Στην Κεντρική Αμερική, οι αρχαίοι Μάγιας, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες, μασούσαν το ρετσίνι από ένα δέντρο. Αυτό το ρετσίνι ονομαζόταν «τσίκλα» και αποτελεί τη βάση της ιστορίας για την μοντέρνα τσίκλα.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1850, συναντήθηκαν δύο άντρες, ένας Μεξικάνος και ένας Νεοϋορκέζος. Ο ένας από τους δύο ήταν ο στρατηγός Antonio Lopez de Santa Anna, πολλάκις πρόεδρος του Μεξικού. Ο άλλος ήταν ένας νέος φωτογράφος, ο Thomas Adams.
Κατά τη δεκαετία του 1860, όταν ο Adams αποφάσισε να αφήσει τη φωτογραφία και να το γυρίσει στο εμπόριο διάφορων ειδών που του απέφερε κάποια χρήματα, έτυχε να εξοριστεί ο Santa Anna από το Μεξικό και έτσι οι δύο τους συναντήθηκαν στο Νησί Staten. Μία μέρα ο Santa Anna ανέφερε μία ιδέα για ένα προϊόν η οποία, όπως ο ίδιος πίστευε, θα έκανε πλούσιο τον Adams. Η ιδέα λεγόταν τσίκλα, η ίδια μαστιχωτή ουσία, που οι δικοί του ντόπιοι Μεξικάνοι έβγαζαν από ένα ψηλό δέντρο και το μασουλούσαν για χιλιάδες χρόνια.
Ο Santa Anna πίστευε ότι η εφευρετική φύση του Adams θα ήταν σε θέση να αναμίξει την τσίκλα με το καουτσούκ και να δημιουργήσει ένα αρκετά φθηνό προϊόν για τα λάστιχα των αμαξών. Οι φίλοι λοιπόν του Santa Anna από το Μέξικο, έστειλαν στον Adams έναν τόνο από το υλικό τσίκλα, και ο Adams με τη βοήθεια του μεγαλύτερου γιου του, του Tomas Jr., ξεκίνησε τα πειράματά του.
Τι επακολούθησε περιγράφεται στα λόγια του γιού του Tomas Jr., του Horatio, στα πλαίσια μίας δεξίωσης που δόθηκε για τους διευθυντές της εταιρίας American Chicle, το 1944:
«Μετά από δουλειά ενός περίπου χρόνου αναμιγνύοντας (την τσίκλα) με το καουτσούκ, τα πειράματα κατέληξαν σε αποτυχία. Η τσίκλα βρισκόταν σε μία αποθήκη στο δρόμο Front στην πόλη της Νέας Υόρκης. Ο Adams είχε σχεδόν αποφασίσει να πετάξει όλο το υλικό που είχε περισσέψει στον ποταμό East αφού δεν είχε καμμία αξία για κάποιον εκείνον τον καιρό.
Αλλά λίγο πρίν συμβεί αυτό, ο Thomas Adams πήγε σε ένα φαρμακείο στη γωνία των δρόμων Chambers και Broadway για να ψωνίσει κάποια πράγματα. Ενώ ήταν εκεί, ένα μικρό κοριτσάκι μπήκε στο κατάστημα και ζήτησε μία τσίκλα που να κοστίζει μία δεκάρα. Ήταν γνωστό στον Adams ότι το υλικό τσίκλα χρησιμοποιούνταν σαν μαστίχα από τους ιθαγενείς του Μεξικού. Ο ίδιος και ο γιός του μασούσαν τσίκλα ενώ πειραματίζονταν με την ανάμιξή της με το καουτσούκ. Του πέρασε η ιδέα λοιπόν ότι θα μπορούσαν πιθανόν να φτιάξουν μαστίχα από το υλικό της τσίκλας και έτσι να μην πετάξει όλο το υλικό που είχε στην αποθήκη.
Όταν το παιδί έφυγε, ο Αdams ρώτησε τον ταμία του καταστήματος τι είδους μαστίχα αγόρασε το μικρό κορίτσι. Αυτός του απάντησε ότι ήταν φτιαγμένη από κερί παραφίνης και ονομαζόταν White Mountain (Άσπρο Βουνό).
Όταν ο Adams έφτασε στο σπίτι του εκείνη τη νύχτα, μίλησε στο γιο του, τον Tom Jr, για την ιδέα του. Ο Junior ενθουσιάστηκε και του πρότεινε να ετοιμάσουν μερικά κουτιά μαστίχες χρησιμοποιώντας το υλικό τσίκλα, να τους δώσουν όνομα και να τους βάλουν και μία ετικέτα. Εν συνεχεία, προσφέρθηκε να τα πάρει μαζί του σε ένα από τα ταξίδια που θα έκανε (ήταν πωλητής σε υφάσματα και ταξίδευε ως τον Μισσισσιπή). Το όνομα της μαστίχας που δημιούργησαν αποφάσισαν από κοινού να είναι Adams New York No. 1. Το προϊόν ήταν φτιαγμένο από καθαρή τσίκλα χωρίς καμία γευστική ουσία. Είχε σχήμα σα μικρό καλαμάκι (stick) και ήταν τυλιγμένο με διάφορα χρωματιστά λεπτά χαρτιά. Η λιανική τιμή του κουτιού ήταν περίπου ένα δολλάριο. Απ’ έξω το χαρτί είχε έγχρωμη τη φωτογραφία του Δημαρχείου της Νέας Υόρκης.
Ο Adams ξεκίνησε λοιπόν για το καθιερωμένο του ταξίδι στη Δύση με περίπου 25 κουτιά μαστίχες. Δεν κατάφερε όμως να πουλήσει ούτε ένα κουτί στα φαρμακεία, τα οποία τα επισκεπτόταν μετά το πέρας της κανονικής του δουλειά στα υφασματοπωλεία. Κατά την επιστροφή του στο σπίτι έπρεπε φυσικά να αναφέρει ότι οι προσπάθειές του ήταν αποτυχημένες, αλλά δεν το έβαλε κάτω και ήταν αποφασισμένος να ξαναπροσπαθήσει στο επόμενο ταξίδι του. Μάλιστα είχε πει ότι αν δεν μπορούσε να πουλήσει κανένα κουτί, δεν θα τα γύριζε πίσω, παρά θα τα έδινε δωρεάν στους φαρμακοποιούς αν του υπόσχονταν ότι θα τα έβαζαν δίπλα στα ταμεία τους. Αυτή τη φορά το ταξίδι του στέφθηκε με επιτυχία αφού άφησε σε παρακαταθήκη όλα τα κουτιά τσίκλες που είχε πάρει μαζί του. Πριν ακόμα επιστρέψει στη Νέα Υόρκη, οι παραγγελίες που ερχόντουσαν για τσίκλες στον πατέρα του στη Νέα Υόρκη έφταναν συνολικά τα 300 κουτιά.
Το γεγονός αυτό ήταν πολύ ενθαρρυντικό και για τους δύο και ο Adams Jr. αποφάσισε να αφήσει τη δουλειά του και να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη δημιουργία μίας επιχείρησης που αποκλειστικό αντικείμενο θα είχε τις τσίκλες. Ο εργοδότης του τον συμβούλεψε να μην κάνει κάτι τέτοιο αλλά του είπε ότι αν ήταν αυτό που ήθελε, θα έπρεπε να το προσπαθήσει. Επίσης του ξεκαθάρισε ότι αν αποτύγχανε, πράγμα για το οποίο ο ίδιος ήταν βέβαιος, θα μπορούσε να γυρίσει και να ξαναδουλέψει στην παλιά του δουλειά.
Βέβαια, κάθε άλλο παρά απέτυχε. Η επιχείρησή του μεγάλωσε εξαιρετικά γρήγορα. Νοίκιασε ένα μικρό κτίριο στο Jersey και προσέλαβε εικοσιπέντε με τριάντα κοπέλες για να τυλίγουν με το χέρι τις τσίκλες. Αργότερα έβγαλαν και άλλες μάρκες όπως την Adams New York No. 2. Αυτές ήταν σε μεγαλύτερο πακέτο. Υπήρχαν επίσης οι Adams Sapota και άλλες 2 με 3 μάρκες».
Οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι συνέβαλαν πολύ στην αύξηση της κατανάλωσης της τσίκλας, ιδιαιτέρως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Η χαλαρωτική επίδραση που είχε η τσίκλα στους ανθρώπους που είχαν άγχος, ήταν τεκμηριωμένη σε έναν μακρύ κατάλογο από επιστημονικές μελέτες που έγιναν τη δεκαετία του 1930 από τον H.L. Hollingworth του Columbia («η ψυχω-δυναμική του μασήματος»).
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έδειξε ξεκάθαρα πόσο δίκιο είχε ο καθηγητής Hollingworth. Η κατανάλωση της τσίκλας μεταξύ των στρατιωτών ήταν έξι φορές μεγαλύτερη από ότι αυτή των πολιτών κατά την περίοδο ακριβώς πριν από τον πόλεμο. Όλοι έχουν ακούσει αφηγήσεις για το ότι τα τζιπς, τα άρματα μάχης, τα φορτηγά, τα αεροπλάνα ακόμα και τα υποβρύχια ήταν γεμάτα με τσίκλες – ειδικά τις περιόδους πριν από κρίσιμες μάχες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Αμερικάνοι στρατιώτες διέδωσαν την τσίκλα ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα σημεία του κόσμου.
Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η κατά κεφαλήν κατανάλωση της τσίκλας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής υπερδιπλασιάστηκε και τώρα ξεπερνά το ποσό των 195 εκατομμυρίων λιβρών το χρόνο – 175 κομμάτια για κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί. Η χρήση της έχει εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου